ἀναστατώσει

ἀναστατώσει
ἀναστάτωσις
unsettling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναστατώσεϊ , ἀναστάτωσις
unsettling
fem dat sg (epic)
ἀναστάτωσις
unsettling
fem dat sg (attic ionic)
ἀναστατόω
unsettle
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναστατόω
unsettle
fut ind mid 2nd sg
ἀναστατόω
unsettle
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ναστατώσει , ἀναστατόω
unsettle
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ναστατώσει , ἀναστατόω
unsettle
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… …   Dictionary of Greek

  • ανακατωσιάρης, -α, -ικο — και ανακατωσούρης, α, ικο αυτός που δημιουργεί προστριβές, αναστάτωση, ο ραδιούργος: Είναι τέτοιος ανακατωσούρης που έχει αναστατώσει το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”